Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεοδαιτέω
κρεοδαίτης
κρεοδείρα
κρεοθέτης
κρεοθηκάριος
κρεοθήκη
κρεοκάκκαβος
κρεοκοπέω
κρεοκόπος
Κρεόντειος
Κρεοντίς
κρεοποιός
κρεοπωλέω
κρεοπώλης
κρεοπωλικός
κρεοπώλιον
κρεοσιτέω
κρεοστάθμη
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
View word page
Κρεοντίς
daughter of Kreon

ShortDef

daughter of Kreon

Debugging

Headword:
Κρεοντίς
Headword (normalized):
κρεοντίς
Headword (normalized/stripped):
κρεοντις
IDX:
50463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50464
Key:

Data

{'content': 'daughter of Kreon'}