Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεοδαισία
κρεοδαιτέω
κρεοδαίτης
κρεοδείρα
κρεοθέτης
κρεοθηκάριος
κρεοθήκη
κρεοκάκκαβος
κρεοκοπέω
κρεοκόπος
Κρεόντειος
Κρεοντίς
κρεοποιός
κρεοπωλέω
κρεοπώλης
κρεοπωλικός
κρεοπώλιον
κρεοσιτέω
κρεοστάθμη
κρεουργέω
κρεουργηδόν
View word page
Κρεόντειος
of Creon

ShortDef

of Creon

Debugging

Headword:
Κρεόντειος
Headword (normalized):
κρεόντειος
Headword (normalized/stripped):
κρεοντειος
IDX:
50462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50463
Key:

Data

{'content': 'of Creon'}