Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεοβόρος
κρεόβοτος
κρεοδαισία
κρεοδαιτέω
κρεοδαίτης
κρεοδείρα
κρεοθέτης
κρεοθηκάριος
κρεοθήκη
κρεοκάκκαβος
κρεοκοπέω
κρεοκόπος
Κρεόντειος
Κρεοντίς
κρεοποιός
κρεοπωλέω
κρεοπώλης
κρεοπωλικός
κρεοπώλιον
κρεοσιτέω
κρεοστάθμη
View word page
κρεοκοπέω
to cut in pieces

ShortDef

to cut in pieces

Debugging

Headword:
κρεοκοπέω
Headword (normalized):
κρεοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
κρεοκοπεω
IDX:
50460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50461
Key:

Data

{'content': 'to cut in pieces'}