Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρέξ
κρεοβορέω
κρεοβόρος
κρεόβοτος
κρεοδαισία
κρεοδαιτέω
κρεοδαίτης
κρεοδείρα
κρεοθέτης
κρεοθηκάριος
κρεοθήκη
κρεοκάκκαβος
κρεοκοπέω
κρεοκόπος
Κρεόντειος
Κρεοντίς
κρεοποιός
κρεοπωλέω
κρεοπώλης
κρεοπωλικός
κρεοπώλιον
View word page
κρεοθήκη
larder
ShortDef
larder
Debugging
Headword:
κρεοθήκη
Headword (normalized):
κρεοθήκη
Headword (normalized/stripped):
κρεοθηκη
IDX:
50458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50459
Key:
Data
{'content': 'larder'}