Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
κρεμβαλιαστύς
κρέμβολα
Κρεμών
κρέξ
κρεοβορέω
κρεοβόρος
κρεόβοτος
κρεοδαισία
κρεοδαιτέω
κρεοδαίτης
κρεοδείρα
κρεοθέτης
κρεοθηκάριος
κρεοθήκη
κρεοκάκκαβος
κρεοκοπέω
View word page
κρεοβόρος
feeding on meat

ShortDef

feeding on meat

Debugging

Headword:
κρεοβόρος
Headword (normalized):
κρεοβόρος
Headword (normalized/stripped):
κρεοβορος
IDX:
50450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50451
Key:

Data

{'content': 'feeding on meat'}