Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
κρεμβαλιαστύς
κρέμβολα
Κρεμών
κρέξ
κρεοβορέω
κρεοβόρος
κρεόβοτος
κρεοδαισία
κρεοδαιτέω
κρεοδαίτης
κρεοδείρα
κρεοθέτης
κρεοθηκάριος
κρεοθήκη
κρεοκάκκαβος
View word page
κρεοβορέω
eat flesh
ShortDef
eat flesh
Debugging
Headword:
κρεοβορέω
Headword (normalized):
κρεοβορέω
Headword (normalized/stripped):
κρεοβορεω
IDX:
50449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50450
Key:
Data
{'content': 'eat flesh'}