Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
κρεμβαλιαστύς
κρέμβολα
Κρεμών
κρέξ
κρεοβορέω
κρεοβόρος
κρεόβοτος
κρεοδαισία
View word page
κρέμαστρον
larder

ShortDef

larder

Debugging

Headword:
κρέμαστρον
Headword (normalized):
κρέμαστρον
Headword (normalized/stripped):
κρεμαστρον
IDX:
50442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50443
Key:

Data

{'content': 'larder'}