Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
κρεμβαλιαστύς
κρέμβολα
Κρεμών
κρέξ
κρεοβορέω
κρεοβόρος
κρεόβοτος
View word page
κρεμάστρα
stalk by which a flower hangs

ShortDef

stalk by which a flower hangs

Debugging

Headword:
κρεμάστρα
Headword (normalized):
κρεμάστρα
Headword (normalized/stripped):
κρεμαστρα
IDX:
50441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50442
Key:

Data

{'content': 'stalk by which a flower hangs'}