Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
κρεμβαλιαστύς
κρέμβολα
Κρεμών
κρέξ
κρεοβορέω
κρεοβόρος
View word page
κρεμαστός
hung, hung up, hanging

ShortDef

hung, hung up, hanging

Debugging

Headword:
κρεμαστός
Headword (normalized):
κρεμαστός
Headword (normalized/stripped):
κρεμαστος
IDX:
50440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50441
Key:

Data

{'content': 'hung, hung up, hanging'}