Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
κρεμβαλιαστύς
κρέμβολα
Κρεμών
κρέξ
κρεοβορέω
View word page
κρεμαστήρ
suspender

ShortDef

suspender

Debugging

Headword:
κρεμαστήρ
Headword (normalized):
κρεμαστήρ
Headword (normalized/stripped):
κρεμαστηρ
IDX:
50439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50440
Key:

Data

{'content': 'suspender'}