Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
κρεμβαλιαστύς
κρέμβολα
Κρεμών
κρέξ
View word page
κρεμαστέον
one must hang
ShortDef
one must hang
Debugging
Headword:
κρεμαστέον
Headword (normalized):
κρεμαστέον
Headword (normalized/stripped):
κρεμαστεον
IDX:
50438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50439
Key:
Data
{'content': 'one must hang'}