Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
κρεμβαλιαστύς
κρέμβολα
View word page
κρεμασμός
suspension

ShortDef

suspension

Debugging

Headword:
κρεμασμός
Headword (normalized):
κρεμασμός
Headword (normalized/stripped):
κρεμασμος
IDX:
50436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50437
Key:

Data

{'content': 'suspension'}