Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρέμαστρον
κρέμβαλα
κρεμβαλιάζω
View word page
κρεμασία
suspendium
ShortDef
suspendium
Debugging
Headword:
κρεμασία
Headword (normalized):
κρεμασία
Headword (normalized/stripped):
κρεμασια
IDX:
50434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50435
Key:
Data
{'content': 'suspendium'}