Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
κρεμάστρα
View word page
κρεμάθρα
a net

ShortDef

a net

Debugging

Headword:
κρεμάθρα
Headword (normalized):
κρεμάθρα
Headword (normalized/stripped):
κρεμαθρα
IDX:
50431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50432
Key:

Data

{'content': 'a net'}