Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κρεῖος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
κρεμαστός
View word page
κρέκω
to strike
ShortDef
to strike
Debugging
Headword:
κρέκω
Headword (normalized):
κρέκω
Headword (normalized/stripped):
κρεκω
IDX:
50430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50431
Key:
Data
{'content': 'to strike'}