Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κρειοντιάδης
Κρεῖος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
κρεμαστέον
κρεμαστήρ
View word page
κρεκτός
struck so as to sound

ShortDef

struck so as to sound

Debugging

Headword:
κρεκτός
Headword (normalized):
κρεκτός
Headword (normalized/stripped):
κρεκτος
IDX:
50429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50430
Key:

Data

{'content': 'struck so as to sound'}