Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρειοδόκος
κρεῖον
Κρειοντιάδης
Κρεῖος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρεμασμός
κρεμαστάριον
View word page
Κρείων
Creon
ShortDef
a ruler, lord, master
Creon
Debugging
Headword:
Κρείων
Headword (normalized):
κρείων
Headword (normalized/stripped):
κρειων
IDX:
50427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50428
Key:
Data
{'content': 'Creon'}