Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεγμός
κρεηδόκος
κρειοδόκος
κρεῖον
Κρειοντιάδης
Κρεῖος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
View word page
κρειττόομαι
to be diseased, have excrescences

ShortDef

to be diseased, have excrescences

Debugging

Headword:
κρειττόομαι
Headword (normalized):
κρειττόομαι
Headword (normalized/stripped):
κρειττοομαι
IDX:
50425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50426
Key:

Data

{'content': 'to be diseased, have excrescences'}