Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
κρεγμός
κρεηδόκος
κρειοδόκος
κρεῖον
Κρειοντιάδης
Κρεῖος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
View word page
κρεισσονεύω
to be better
ShortDef
to be better
Debugging
Headword:
κρεισσονεύω
Headword (normalized):
κρεισσονεύω
Headword (normalized/stripped):
κρεισσονευω
IDX:
50422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50423
Key:
Data
{'content': 'to be better'}