Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρεανομέω
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
κρεγμός
κρεηδόκος
κρειοδόκος
κρεῖον
Κρειοντιάδης
Κρεῖος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
View word page
κρεΐσκος
morsel of meat
ShortDef
morsel of meat
Debugging
Headword:
κρεΐσκος
Headword (normalized):
κρεΐσκος
Headword (normalized/stripped):
κρεισκος
IDX:
50421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50422
Key:
Data
{'content': 'morsel of meat'}