Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρεᾴδιον
κρεαδοσία
κρεαδοτέω
κρεανομέω
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
κρεγμός
κρεηδόκος
κρειοδόκος
κρεῖον
Κρειοντιάδης
Κρεῖος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων
Κρείων
κρεκάδια
View word page
κρεῖον
a meat-tray, dresser

ShortDef

a meat-tray, dresser

Debugging

Headword:
κρεῖον
Headword (normalized):
κρεῖον
Headword (normalized/stripped):
κρειον
IDX:
50418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50419
Key:

Data

{'content': 'a meat-tray, dresser'}