Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραυρότης
κρέα
κρεάγρα
κρεάγρευτος
κρεᾴδιον
κρεαδοσία
κρεαδοτέω
κρεανομέω
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
κρεγμός
κρεηδόκος
κρειοδόκος
κρεῖον
Κρειοντιάδης
Κρεῖος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρείσσων
View word page
κρέας
flesh, meat, a piece of meat
ShortDef
flesh, meat, a piece of meat
Debugging
Headword:
κρέας
Headword (normalized):
κρέας
Headword (normalized/stripped):
κρεας
IDX:
50414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50415
Key:
Data
{'content': 'flesh, meat, a piece of meat'}