Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
κραυρόομαι
κραῦρος
κραῦρος2
κραυρότης
κρέα
κρεάγρα
κρεάγρευτος
κρεᾴδιον
κρεαδοσία
κρεαδοτέω
κρεανομέω
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
κρεγμός
View word page
κρέα
sheep

ShortDef

sheep

Debugging

Headword:
κρέα
Headword (normalized):
κρέα
Headword (normalized/stripped):
κρεα
IDX:
50405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50406
Key:

Data

{'content': 'sheep'}