Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
κραυρόομαι
κραῦρος
κραῦρος2
κραυρότης
κρέα
κρεάγρα
κρεάγρευτος
κρεᾴδιον
κρεαδοσία
κρεαδοτέω
κρεανομέω
κρεανομία
κρεανόμος
κρέας
View word page
κραυρότης
brittleness
ShortDef
brittleness
Debugging
Headword:
κραυρότης
Headword (normalized):
κραυρότης
Headword (normalized/stripped):
κραυροτης
IDX:
50404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50405
Key:
Data
{'content': 'brittleness'}