Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
κραυρόομαι
κραῦρος
κραῦρος2
κραυρότης
κρέα
κρεάγρα
κρεάγρευτος
κρεᾴδιον
κρεαδοσία
κρεαδοτέω
View word page
κραυράω
suffer from fever
ShortDef
suffer from fever
Debugging
Headword:
κραυράω
Headword (normalized):
κραυράω
Headword (normalized/stripped):
κραυραω
IDX:
50400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50401
Key:
Data
{'content': 'suffer from fever'}