Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
κραυρόομαι
κραῦρος
κραῦρος2
κραυρότης
κρέα
κρεάγρα
κρεάγρευτος
κρεᾴδιον
κρεαδοσία
View word page
κραῦρα
fever

ShortDef

fever

Debugging

Headword:
κραῦρα
Headword (normalized):
κραῦρα
Headword (normalized/stripped):
κραυρα
IDX:
50399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50400
Key:

Data

{'content': 'fever'}