Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
View word page
ἀγκυλογλώχιν
with hooked spurs

ShortDef

with hooked spurs

Debugging

Headword:
ἀγκυλογλώχιν
Headword (normalized):
ἀγκυλογλώχιν
Headword (normalized/stripped):
αγκυλογλωχιν
IDX:
503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-504
Key:

Data

{'content': 'with hooked spurs'}