Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
κραυρόομαι
κραῦρος
κραῦρος2
κραυρότης
κρέα
κρεάγρα
κρεάγρευτος
κρεᾴδιον
View word page
κραυγός
woodpecker
ShortDef
woodpecker
Debugging
Headword:
κραυγός
Headword (normalized):
κραυγός
Headword (normalized/stripped):
κραυγος
IDX:
50398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50399
Key:
Data
{'content': 'woodpecker'}