Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
κραυρόομαι
κραῦρος
κραῦρος2
κραυρότης
κρέα
κρεάγρα
κρεάγρευτος
View word page
κραυγίας
that takes fright at a cry
ShortDef
that takes fright at a cry
Debugging
Headword:
κραυγίας
Headword (normalized):
κραυγίας
Headword (normalized/stripped):
κραυγιας
IDX:
50397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50398
Key:
Data
{'content': 'that takes fright at a cry'}