Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
κραυρόομαι
κραῦρος
κραῦρος2
κραυρότης
κρέα
κρεάγρα
View word page
κραυγή
a crying, screaming, shrieking, shouting

ShortDef

a crying, screaming, shrieking, shouting

Debugging

Headword:
κραυγή
Headword (normalized):
κραυγή
Headword (normalized/stripped):
κραυγη
IDX:
50396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50397
Key:

Data

{'content': 'a crying, screaming, shrieking, shouting'}