Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
κραυρόομαι
κραῦρος
κραῦρος2
κραυρότης
κρέα
View word page
κραυγαστικός
vociferous

ShortDef

vociferous

Debugging

Headword:
κραυγαστικός
Headword (normalized):
κραυγαστικός
Headword (normalized/stripped):
κραυγαστικος
IDX:
50395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50396
Key:

Data

{'content': 'vociferous'}