Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
κραυράω
View word page
κραυγάνομαι
bay, croak, cry aloud

ShortDef

bay, croak, cry aloud

Debugging

Headword:
κραυγάνομαι
Headword (normalized):
κραυγάνομαι
Headword (normalized/stripped):
κραυγανομαι
IDX:
50390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50391
Key:

Data

{'content': 'bay, croak, cry aloud'}