Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
κραυγός
κραῦρα
View word page
κραυγάζω
to bay
ShortDef
to bay
Debugging
Headword:
κραυγάζω
Headword (normalized):
κραυγάζω
Headword (normalized/stripped):
κραυγαζω
IDX:
50389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50390
Key:
Data
{'content': 'to bay'}