Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατογενής
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
κραυγίας
View word page
κρατυσμός
strength, firmness

ShortDef

strength, firmness

Debugging

Headword:
κρατυσμός
Headword (normalized):
κρατυσμός
Headword (normalized/stripped):
κρατυσμος
IDX:
50387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50388
Key:

Data

{'content': 'strength, firmness'}