Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
κραυγαστικός
κραυγή
View word page
κρατύς
strong, mighty
ShortDef
strong, mighty
Debugging
Headword:
κρατύς
Headword (normalized):
κρατύς
Headword (normalized/stripped):
κρατυς
IDX:
50386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50387
Key:
Data
{'content': 'strong, mighty'}