Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
κραυγαστής
View word page
κρατύντωρ
ruler, controller

ShortDef

ruler, controller

Debugging

Headword:
κρατύντωρ
Headword (normalized):
κρατύντωρ
Headword (normalized/stripped):
κρατυντωρ
IDX:
50384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50385
Key:

Data

{'content': 'ruler, controller'}