Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατιστεύω
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραύγασος
View word page
κρατυντός
confirmed, upheld

ShortDef

confirmed, upheld

Debugging

Headword:
κρατυντός
Headword (normalized):
κρατυντός
Headword (normalized/stripped):
κρατυντος
IDX:
50383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50384
Key:

Data

{'content': 'confirmed, upheld'}