Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
κραυγάνομαι
View word page
κράτος
strength, might
ShortDef
strength, might
Debugging
Headword:
κράτος
Headword (normalized):
κράτος
Headword (normalized/stripped):
κρατος
IDX:
50380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50381
Key:
Data
{'content': 'strength, might'}