Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατήτωρ
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραυγάζω
View word page
κρατορία
power, might

ShortDef

power, might

Debugging

Headword:
κρατορία
Headword (normalized):
κρατορία
Headword (normalized/stripped):
κρατορια
IDX:
50379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50380
Key:

Data

{'content': 'power, might'}