Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
View word page
κράτιστος
strongest, mightiest

ShortDef

strongest, mightiest

Debugging

Headword:
κράτιστος
Headword (normalized):
κράτιστος
Headword (normalized/stripped):
κρατιστος
IDX:
50375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50376
Key:

Data

{'content': 'strongest, mightiest'}