Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
Κρατύλος
κρατυντήριος
κρατυντός
View word page
κρατιστεύω
to be mightiest, best, most excellent
ShortDef
to be mightiest, best, most excellent
Debugging
Headword:
κρατιστεύω
Headword (normalized):
κρατιστεύω
Headword (normalized/stripped):
κρατιστευω
IDX:
50373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50374
Key:
Data
{'content': 'to be mightiest, best, most excellent'}