Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατοπλαγής
View word page
κρατητός
capable of being grasped, mastered
ShortDef
capable of being grasped, mastered
Debugging
Headword:
κρατητός
Headword (normalized):
κρατητός
Headword (normalized/stripped):
κρατητος
IDX:
50368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50369
Key:
Data
{'content': 'capable of being grasped, mastered'}