Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
View word page
κρατητικός
fit for winning
ShortDef
fit for winning
Debugging
Headword:
κρατητικός
Headword (normalized):
κρατητικός
Headword (normalized/stripped):
κρατητικος
IDX:
50367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50368
Key:
Data
{'content': 'fit for winning'}