Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρατηρία
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
View word page
κρατητής
one who holds
ShortDef
one who holds
Debugging
Headword:
κρατητής
Headword (normalized):
κρατητής
Headword (normalized/stripped):
κρατητης
IDX:
50366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50367
Key:
Data
{'content': 'one who holds'}