Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
κρατιστίνδην
View word page
Κρατήτειος
of Crates

ShortDef

of Crates

Debugging

Headword:
Κρατήτειος
Headword (normalized):
κρατήτειος
Headword (normalized/stripped):
κρατητειος
IDX:
50364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50365
Key:

Data

{'content': 'of Crates'}