Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
Κρατίνειος
Κρατῖνος
κρατιστεία
κρατιστεύω
View word page
κράτησις
might, power, dominion

ShortDef

might, power, dominion

Debugging

Headword:
κράτησις
Headword (normalized):
κράτησις
Headword (normalized/stripped):
κρατησις
IDX:
50363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50364
Key:

Data

{'content': 'might, power, dominion'}