Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατέρωμα
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
Κρατίνειος
View word page
κρατησίμαχος
conquering in the fight

ShortDef

conquering in the fight

Debugging

Headword:
κρατησίμαχος
Headword (normalized):
κρατησίμαχος
Headword (normalized/stripped):
κρατησιμαχος
IDX:
50360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50361
Key:

Data

{'content': 'conquering in the fight'}