Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κρατερόχειρ
κρατέρωμα
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
View word page
Κράτης
Crates
ShortDef
Crates
Debugging
Headword:
Κράτης
Headword (normalized):
κράτης
Headword (normalized/stripped):
κρατης
IDX:
50359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50360
Key:
Data
{'content': 'Crates'}