Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κρατεραίχμης
κρατεραλγής
κρατεραύχην
κρατερόδους
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερόχειρ
κρατέρωμα
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
View word page
κρατέω
to be strong, mighty, powerful

ShortDef

to be strong, mighty, powerful

Debugging

Headword:
κρατέω
Headword (normalized):
κρατέω
Headword (normalized/stripped):
κρατεω
IDX:
50353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50354
Key:

Data

{'content': 'to be strong, mighty, powerful'}