Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κραταίρινος
κραταίωμα
κρατάνιον
κρατεραίχμης
κρατεραλγής
κρατεραύχην
κρατερόδους
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερόχειρ
κρατέρωμα
κρατερῶνυξ
κρατευταί
κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κρατηρίζω
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησίμαχος
View word page
κρατέρωμα
bronze
ShortDef
bronze
Debugging
Headword:
κρατέρωμα
Headword (normalized):
κρατέρωμα
Headword (normalized/stripped):
κρατερωμα
IDX:
50350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-50351
Key:
Data
{'content': 'bronze'}